- κατατακτέον
- κατατακ-τέον,A one must place, class,
τινὰ ἔν τισι Artem.2.34
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινὰ ἔν τισι Artem.2.34
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατακτέον — one must place masc acc sg κατατακτέον one must place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)